όρυγμα

όρυγμα
Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η ακριβής θέση του δεν είναι γνωστή. Λέγεται ότι βρισκόταν έξω από τα τείχη, στα ΝΔ της πόλης, κάτω από τον Λόφο των Νυμφών, κοντά στον δρόμο Αθήνας-Πειραιά, όπου υπήρχε και ένα λατομείο. Πιθανότατα με το πέρασμα του χρόνου γέμισε χώματα και εγκαταλείφθηκε. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας στο μέρος αυτό γίνονταν θανατικές εκτελέσεις. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, στο ο. οι Αθηναίοι έριξαν τους πρέσβεις του Δαρείου που ζήτησαν από την πόλη «γην και ύδωρ». Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται στην οχυρωματική για να δηλώσει το χαράκωμα. Ρώσος στρατιώτης διαβάζει γράμμα από τα μετόπισθεν, σε όρυγμα στην Τσετσενία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (Α ὄρυγμα και ὄρυμα) [ορύσσω]
1. βαθιά σκαμμένο μέρος τού εδάφους, τάφρος, χαντάκι, λάκκος
2. όρυξη, εκσκαφή
νεοελλ.
1. βόθρος
2. στρ. βαθιά σκαμμένη τάφρος που έχει ως προορισμό την προστασία τών μαχητών από τα πυρά τών αντιπάλων, χαράκωμα
αρχ.
1. υπόγεια δίοδος, υπόνομος που κατασκευάζεται από πολιορκητές ή από μεταλλωρύχους
2. βάραθρο στην Αθήνα στο οποίο έριχναν τους εγκληματίες που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο
3. ανόρυξη, εξόρυξη
4. φρ. «ὄρυγμα τύμβου» — τάφος
5. φρ. «ὁ ἐπὶ τῷ ὀρύγματι» — ο δήμιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὄρυγμα — excavation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρυγμα — το, ατος βαθιά σκαμμένο χαντάκι, τάφρος, λάκκος, χαράκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρυγμάτων — ὄρυγμα excavation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύγμασι — ὄρυγμα excavation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύγμασιν — ὄρυγμα excavation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύγματα — ὄρυγμα excavation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύγματι — ὄρυγμα excavation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρύγματος — ὄρυγμα excavation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”